Πολυπράγμων … Μουσικός, καθηγητής παραδοσιακού κλαρίνου, συλλέκτης σπάνιων μουσικών καταγραφών και δίσκων, καλλιτεχνικός διευθυντής ωδείου, ενορχηστρωτής, συγγραφέας βιβλίου για τη μουσική, ακόμα και τηλεοπτικός παραγωγός … Εκείνο, όμως, που άριστα απηχεί, όσα ο ίδιος πρεσβεύει, το δανείζομαι από ένα κείμενό του που τυχαία βρέθηκε στα χέρια μου: «Όταν ένας μουσικός δίνει ένα βιογραφικό σημείωμα συνηθίζει να παραθέτει τα σημεία που θα ήθελε να προσέξει όποιος το διαβάζει: με ποιούς έχει παίξει (με έμφαση στα ηχηρά ονόματα), πού έχει παίξει (και πάλι με έμφαση σε χώρους ορόσημα). Κοντολογίς, στοιχεία που αναδεικνύουν τη δουλειά του και είναι δείγματα της αναγνώρισης και της εκτίμησηςαυτής.… Ωστόσο σ’ ένα βιογραφικό «ξεχνάμε» να μιλήσουμε για το τι παίζουμε, δηλαδή, τους μουσικούς σκοπούς που κυριολεκτικά υπηρετούμε, καθώς και για το πώς παίζουμε τη μουσική αυτή, ποιός μας τη δίδαξε, πώς τη διαμορφώνουμε στο νου μας και με τι κριτήρια …»
– Κατ’ αρχήν από πού κατάγεστε;
Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ηλιούπολη, από γονείς Ηπειρώτες. Ο πατέρας μου, ο Θεόδωρος Κωτσίνης ήταν από τη Στρατίνιστα, ένα χωριουδάκι του Πωγωνίου Ιωαννίνων και η μητέρα μου, η Φεβρωνία από το διπλανό χωριό, την Μέγγουλη (Περιστέρι στο χάρτη). Είχαμε πολύ στενές σχέσεις με το Πωγώνι. Το σπίτι μας στην Ηλιούπολη, ήταν ένα τυπικό πωγωνίσιο σπίτι. Με την γιαγιά, με τον παππού, με τις ηπειρώτικες εκφράσεις, με τα τραγούδια. Ακόμα όμως και η γειτονιά μου είχε σχέση με τον τόπο μας, αρκεί να σας πω ότι είμαστε γείτονες με τον Θόδωρα τον Γεωργόπουλο (κλαρινίστας κι αυτός από τη Λάβδανη Πωγωνίου). Οι πατεράδες μας έπαιζαν καθημερινώς μαζί τάβλι στο καφενείο της γειτονιάς. Ακόμα έχω στ’ αυτιά μου τις λέξεις από το παιχνίδι της πρέφας, σαν στο καφενείο του χωριού. Οι μανάδες μας ακόμα τα λένε σαν τον παλιό καιρό.
-Έχετε εκφράσει την άποψη ότι “τα πρόσωπα πρέπει να υπηρετούν την τέχνη κι αυτή με την σειρά της να εξυπηρετεί την λειτουργία που κάθε φορά εντάσσεται”. Μπορείτε να μου το αναλύσετε;
Πάντα υπάρχει μια λειτουργία, και ένας σκοπός. Στο πανηγύρι, στο γάμο. Ακόμα και στις παραστάσεις και τις συναυλίες υπάρχει μια λειτουργία, κάτι που πρέπει να το λειτουργήσουμε. Πολλά είναι τα συστατικά. Το πρόγραμμα, το τυπικό, η ατμόσφαιρα ή το σκηνικό. Ο μουσικός, ο χορευτής, ο μάγειρας στο πανηγύρι, η νύφη στο γάμο, ο δάσκαλος στην παράσταση… Ο καθένας έχει τον ρόλο του. Το τι συμβαίνει πραγματικά όμως, είναι ένα μυστήριο. Δηλαδή, κανείς δεν ξέρει τί γίνεται με τα Αναστενάρια και δεν καίγονται οι Αναστενάρηδες.
Κανείς δεν ξέρει τί ακριβώς γίνεται και έρχεται το κέφι μετά από κάποιες ώρες στα πανηγύρια. Ε, τα κομμάτια, όσο αριστουργηματικά και να είναι, είναι κι αυτά στοιχεία της λειτουργίας. Ό,τι οι Βυζαντινοί ύμνοι στη Θεία Λειτουργία. Πρέπει να τα ζήσεις όλα μαζί να συμβαίνουν. Είναι κάποια πράγματα που φαντάζουν τυπικά αλλά αγγίζουν το μεταφυσικό. Δεν ξέρεις τί είναι, απλά μόλις σου έρχεται το καταλαβαίνεις. Αυτό που αρέσει σ’ εσένα στο χορό και σ’ εμένα στη μουσική δεν ξέρουμε τί είναι, απλά το νιώθουμε, το καταλαβαίνουμε.
– Πιστεύετε ότι μαθαίνουμε από τους παλιούς;
Μου δίνεις μια ευκαιρία μιλώντας για το αυτονόητο, την μεταλαμπάδευση μιας παραδοσιακής τέχνης από τους παλιούς στους νεότερους, να κάνω ένα σχόλιο, όχι για την εκμάθηση της μουσικής αλλά για τον τρόπο και τη νοοτροπία του οργανοπαίκτη γενικά και πώς αυτό «έρχεται από τα χρόνια τα παλιά και ζυμωμένο φτάνει στα δικά μας», όπως είπε ο Παλαμάς. Από τους παλιούς δασκάλους δεν πήραμε μόνο την τέχνη, πώς να μελετάμε τα όργανα, πώς να τα παίζουμε, πώς να διδάσκουμε αυτά που μάθαμε. Λάβαμε κι ένα επάγγελμα. Κι εμένα μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ, εκτός από το να είμαι καλός μουσικός, να είμαι και καλός επαγγελματίας. Κρατάμε μία σκυτάλη κι έχουμε ευθύνη απέναντί τους: να μην χαλάσουμε το επάγγελμα και να διδασκόμαστε από αυτά που μας άφησαν. Πάντα στο συγκρότημα είχα δίπλα μου και έναν, τουλάχιστο, πολύ μεγαλύτερό μας. Ο Τζιβάρας μου έλεγε «σαράντα παλικάρια κι ένας γέροντας». Θυμάμαι, από μικρός, πήγαινα στο καφενείο των μουσικών. Στην πιάτσα μας, κατά κάποιο τρόπο. Εκεί σύχναζαν όλοι. Ο «Τασοχαλκιάς», ο «Βασιλημπατζής», ο Αραπάκης , ο Βασιλάρης και άλλοι. Οι παλιοί, ήταν δύσκολοι, κλειστοί άνθρωποι και δεν μετέδιδαν εύκολα τις γνώσεις του συναφιού τους. Αλλά ήταν άνθρωποι με μπέσα και δεοντολογία. Κύριοι. Είναι βαριά η παρακαταθήκη, να πάρεις το επάγγελμα από κάποιους. Πρέπει να διδαχθείς τους κανόνες και τους κώδικες τους και να παραδειγματιστείς από την συμπεριφορά τους και τον τρόπο που έλυναν τα προβλήματα και εφόσον μπορέσεις, να βάλεις κι εσύ ένα λιθαράκι ώστε να διορθωθούν τα τυχόν κακώς κείμενα. Χωρίς όμως να πας στα άκρα και να κάνεις «αντράλες». Πρέπει κάποτε να μιλήσουμε για τη διάσταση του επαγγελματία μουσικού της παράδοσης. Γιατί το επάγγελμα του μουσικού και ο σεβασμός σε αυτό, δεν αφορά μόνο τους μουσικούς. Πιστεύω ότι οι σύλλογοι, που έχουν στους σκοπούς τους να βοηθούν στο θέμα της παράδοσης, έχουν χρέος να διατηρούν το επάγγελμα του μουσικού σε υψηλό επίπεδο, ακόμα και αν κάποιοι μουσικοί, ίσως από τις ανάγκες τις καθημερινότητας, το ξεχνούν αυτό.
Δεν είναι λύση η επιδίωξη ανταγωνισμού προς βελτίωση των οικονομικών των συλλόγων. Να ξέρετε ότι οι μουσικοί πάντα βρίσκουν τρόπο και κάνουν την οικονομία τους. Οικονομία στον χρόνο, στον κόπο, στη μελέτη, στη πρόβα, στην ενορχήστρωση των κομματιών κλπ. και ο σύλλογος το εκλαμβάνει σαν καλύτερη προσφορά. Πιστεύω ότι οι επαγγελματίες κάθε είδους σε μια παράσταση πρέπει να συνεργάζονται στενά σε όλα τα στάδια της δουλειάς. Συμβαίνει να βλέπουμε τον ηχολήπτη μία – δυο ώρες πριν από την παράσταση και με ύφος ανθρώπου που μας έχει κάνει και την χάρη. Βλέπεις οι προσφορές…
– Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη των συλλόγων που λέει ότι το έχετε παρακάνει λίγο…
Πολλά μπορούμε να πούμε ακόμα για την φτηνή τέχνη, την «εθελοντική τέχνη»… Η λαϊκή τέχνη δεν ήταν ποτέ φτηνή. «Το φτηνό το κρέας το τρων τα σκ’λιά» λένε στο χωριό μου. Ήταν απόσταγμα όλων των δυνάμεων και δυνατοτήτων του κόσμου… Άλλο πράγμα το κίνημα του εθελοντισμού. Κι εγώ είμαι μέλος σε διάφορους συλλόγους. Έχουν όμως δει τα μάτια μου συλλόγους λόγω νοοτροπίας να παίρνουν την κάτω βόλτα… Θεωρώ ότι σε κάθε έργο πρέπει να προτιμώνται πάντα οι καλοί μάστοροι. Έτσι και στην παραδοσιακή μουσική. Το έχει ανάγκη ο χώρος (και ο χορός, για να κάνω και ένα λογοπαίγνιο). Οι σύλλογοι πρέπει να βοηθούν και είναι και αυτοί υπεύθυνοι στο να δημιουργούνται μουσικά σχήματα, οργανωμένα και με ενιαία άποψη ήχου και όχι να χαλάνε τις μουσικές ομάδες, επιλέγοντας μεμονωμένες περιπτώσεις μουσικών, συχνά με όχι και τόσο καλλιτεχνικά κίνητρα και κριτήρια. Αυτό δηλαδή που συνέβαινε πραγματικά στην παράδοση, όπου η ζυγιά, το τακίμι, η κομπανία, ήταν δεδομένη.
– Αν σας ζητούσα να επιλέξετε μεταξύ πανηγυριού, του Μεγάρου Μουσικής ή του Ηρωδείου, των χορευτικών παραστάσεων ή των συναυλιών, τί θα επιλέγατε;
Το πανηγύρι δεν το αλλάζω με τίποτα. Όλο τον κόσμο να γυρίσεις παίζοντας, στο πανηγύρι, στον τόπο σου θα επιστρέψεις στο τέλος. Τον ασύγκριτο Γιώργο Κόρο κάποτε τον ρώτησαν: «αν ερχόταν ένας ξένος, τι θα του έπαιζες;» Απάντησε: «ότι και να του παίξω, χαμένο θα πάει». Ο φίλος μου, ο σαζίστας Περικλής Παπαπετρόπουλος, μου είχε πει κάποτε, σε μια στιγμή ειλικρίνειας – αρετή που τον χαρακτηρίζει, άλλωστε – ότι αυτά που παίζουμε στις μουσικές σκηνές είναι για τουρίστες. Σαν μια ανάμνηση σκοπών που φτιάχτηκαν για το πανηγύρι του τότε και παίζουμε σε άλλο τόπο και άλλο χρόνο. «Τουριστική μουσική» την αποκάλεσε. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να ήταν υπερβολικός. Η μουσική είναι στις καρδιές μας και την μεταφέρουμε όπου αυτές χτυπάνε και για όσο θα χτυπάνε. Το καλό με τα χορευτικά, για τον μουσικό, είναι ότι κάνει ένα μελωδικό ταξίδι στην Ελλάδα με τους πιο σημαντικούς οργανικούς σκοπούς και αναγκάζεται έτσι να αποδώσει στο μεγαλύτερο επίπεδο δυσκολίας που αυτοί απαιτούν. Όπως, καλός ψάλτης θα γίνει αυτός που δεν θα ασχοληθεί μόνο με τα τροπάρια αλλά με τα χερουβικά και τις δοξολογίες, τα αργά μαθήματα δηλαδή, έτσι και τα σύνθετα κομμάτια των διαφόρων περιοχών, που απαιτούν τα χορευτικά, συμβάλουν πιστεύω, στη διαμόρφωση καλύτερης εικόνας και ανώτερου επιπέδου στο όργανο απ’ ότι τα τραγούδια απλούστερης δομής της κάθε περιοχής. Εγώ πάντως ποτέ δεν έφτιαξα ένα σχήμα που να παίζει μόνο σε χορευτικά συγκροτήματα. Πάντα είχαμε στόχο ως ορχήστρα τις «επίσημες» εκδηλώσεις όπως στο Ηρώδειο, την Ολυμπιάδα, το «millenium», όπου και παίξαμε τελικά σε όλα αυτά. Νομίζω ότι αν και το δοχείο είναι διαφορετικό, η ουσία παραμένει ίδια. Η παραδοσιακή μουσική περιέχει αριστουργηματικά έργα τέχνης, τέτοιας εμβέλειας, που τα κάνει τελικά να είναι ανεξάρτητα από το χωροχρόνο.
– Ο χώρος και οι συνθήκες στις οποίες παίζετε κάθε φορά δεν αλλάζουν το ύφος της μουσικής;
Ποτέ δεν παίζεις το ίδιο. Ακόμα και στην κλασική μουσική που είναι όλα γραμμένα, συμβαίνει αυτό. Ο τρόπος έκφρασης, η διάθεση της στιγμής… Για την παραδοσιακή μουσική όλα αυτά είναι συστατικά της και… προβλέπονται. Υπάρχει η ανάλυση και ο αυτοσχεδιασμός. Όλοι περιμένουμε το τυχαίο για να παίξουμε με αυτό. Και αυτό έρχεται με τις διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες. Το ύφος δε, καλλιεργείται.
– Από τί κρίνεται τελικά ένας μουσικός;
Από το πόσο καλά υπηρετεί την μουσική που παίζει. Πόσο σέβεται και προστατεύει τους ήχους και τα κομμάτια. Πόσο δείχνει την αγάπη του γι’ αυτό που παίζει. Πόσο το γουστάρει. Αυτό δίνουμε στον κόσμο. Το μουσικό κομμάτι μέσα από τον τρόπο του γούστου μας ή του γούστου του.
– Τί έχετε πάρει από τους παλιούς που πρέπει να διαφυλαχθεί και να διαδοθεί;
Λέγοντας παλιούς, φαντάζομαι ότι δεν εννοείτε μόνο τους οργανοπαίκτες αλλά και τον απλό λαό που μας άφησε το δημοτικό τραγούδι και τους χορούς. Ο Σίμων Καράς ισχυρίζεται ότι δεν είναι απλά μια λαϊκή τέχνη όπως έχει όλος ο κόσμος αλλά η συνέχεια ενός μεγάλου, γόνιμου και παραγωγικού πολιτισμού όπως αυτός της αρχαίας Ελλάδας. Πολλοί έχουν ασχοληθεί με το δημοτικό τραγούδι, από παλιά, και σχετικά πρόσφατα με το χορό. Πάντως η έρευνα είναι σε σωστό δρόμο. Πιστεύω ότι λίγες προσπάθειες έχουν γίνει για την τέχνη αυτή καθαυτή της οργανοπαιξίας. Την ύλη και τις ασκήσεις για το κάθε όργανο όπως αυτές διαμορφώθηκαν με την διαδικασία της παραδοσιακής διδασκαλίας. Άνευ πενταγράμμου αλλά πάντα με σύστημα και «σειρά». Έχω για χρόνια ασχοληθεί με το αντικείμενο αυτό συλλέγοντας ηχογραφημένα τα μαθήματα αυτά. Έχει γίνει ήδη μια προσπάθεια να οργανωθεί και να αποδοθεί με νομοθετική πράξη η διδακτέα ύλη για τις διάφορες σχολές των παραδοσιακών οργάνων. Το θέμα είναι ακόμα σε εκκρεμότητα. Πρέπει να διασώσουμε τον τρόπο του πώς να μαθαίνεις ένα όργανο.
– Ποιά η γνώμη σας για το πώς παρουσιάζεται σήμερα η παραδοσιακή μουσική; Εμφανίζεται ως μουσειακό είδος;
Δεν πιστεύω να υπάρχει άνθρωπος που ισχυρίζεται ότι στα πανηγύρια και στους γάμους σήμερα παίζουμε με μουσειακό τρόπο. Έπρεπε να δείτε τι έγινε φέτος το καλοκαίρι από τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Όλη η Ελλάδα πάλλονταν. Φυσικά, θα εννοείτε τις παραστάσεις των συλλόγων ή τις συναυλίες. Κατ’
αρχήν να υπογραμμίσω ότι το μουσείο δεν είναι κάτι κακό. Ακόμα κι αν η παραδοσιακή μουσική εμφανίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις ως μουσειακό είδος, θα ήθελα να σας θυμίσω ότι το μουσείο είναι επίτευγμα του πολιτισμού, όπως είναι η βιβλιοθήκη, το σχολείο, το βουλευτήριο κλπ. Τα μουσεία τέχνης βοηθάνε τους σκεπτόμενους και ευαίσθητους ανθρώπους να αντλήσουν γνώση και να αισθανθούν. Και τι περιέχει το «στατικό» μουσείο; «Νεκρά» έργα τέχνης; Η Τζοκόντα δεν είναι νεκρή ούτε στατική, γιατί, κάθε φορά που την βλέπεις είναι διαφορετική, μιας και εσύ είσαι διαφορετικός και εξελίσσεσαι βλέποντάς την. Πόσο μάλιστα η παραδοσιακή μουσική. Έστω και αυτή που «παριστάνει» την μουσική άλλης εποχής και άλλου τόπου. Θα κάνω κι ένα σχόλιο για τα πρώτα χορευτικά. Τις προάλλες μου ήρθε ένας δίσκος από το ebay. Ένας δίσκος του ’51 από μια παράσταση της Δόρας Στράτου, στην Αμερική, πριν να ιδρυθεί το θέατρο στου Φιλοπάππου. Να φανταστείτε ότι σε μερικά κομμάτια τραγουδά η ίδια η Στράτου. Τεχνικά μπορούμε να βρούμε σφάλματα. Στο ύφος, στα μέτρα, στα μουσικά διαστήματα. Όμως, αν το δεις στο σύνολό του είναι μια εξαιρετική ηχογράφηση, μιας εξαιρετικής παράστασης. Άραγε, με όλη τη γνώση και τη φιλοσοφία για τις παραστάσεις που έχουμε, αν ηχογραφήσουμε μια τωρινή παράσταση, θα μπορούσε να συγκριθεί καλλιτεχνικά με αυτήν, την «μουσειακή» της Στράτου;
Πάντως είναι σπουδαίο που βλέπουμε στις μέρες μας, στο Ηρώδειο ή σε μια πλατεία της πρωτεύουσας, χορούς και σκοπούς από όλους τους τόπους μαζεμένους και αρμολογημένους κάτω από ένα θέμα, ενώ αυτό δεν θα το έβλεπες ποτέ σε καμία παραδοσιακή κοινωνία και πολιτισμική κοινότητα. Πιστεύω ότι πίσω από τις παραστάσεις των χορευτικών υπάρχει μια κρυμμένη τέχνη και γίνονται σήμερα περισσότερο αναγκαίες από ποτέ. Δηλαδή, το θέατρο σκιών, «ο Καραγκιόζης», είναι μουσειακό είδος, ενώ σε ένα πανηγύρι που ακούς τον «μπαρμπαγιώργο» από την αρχή μέχρι το τέλος έχεις ζωντανό γλέντι;
– Πόσο δύσκολες είναι οι συνεργασίες στον χώρο;
Η αποστολή του μουσικού είναι δύσκολη. Πολλές φορές έχουμε έρθει σε δύσκολες καταστάσεις γιατί είναι πολύ υψηλός ο στόχος, οπότε και υπάρχουν τριβές. Τρίβεσαι στις πρόβες, στην ανταλλαγή των απόψεων. Ο μπάρμπα Φίλιππας Φιλιππίδης μου είχε πει μια παροιμία: «Να σηκώσω την πέτρα να με φάει το φίδι;» Δεν γίνεται όμως να μην σηκώνουμε τις πέτρες γιατί φοβόμαστε μήπως και έχει τίποτα από κάτω!
– Θεωρείτε ότι ένας μουσικός θα πρέπει να αποκτά μια ειδίκευση, ή θα πρέπει να ξέρει κομμάτια από διάφορες περιοχές;
Πιστεύω ότι η ειδίκευση σε ένα μουσικό είδος πρέπει να έρχεται μετά από μεγάλη μουσική διαδρομή. Αλλιώς είναι άκυρη. Ο μουσικός πρέπει ν’ ανοίγει το μυαλό του. Γνωρίζετε τί Ρουμάνικες χόρες, Ευρωπαϊκά βαλς και μαρς και ανατολίτικους σκοπούς γνώριζε, για παράδειγμα, ο Χαλκιάς ή ο Σαλέας; Τον Καλαματιανό και το συρτό πολίτικο το ήξεραν όλοι! Σήμερα μαθητές δεν έχουν κάνει την ντο ματζόρε και θέλουν να περάσουν κατευθείαν στα κομμάτια της ειδίκευσης.
– Η παραδοσιακή μουσική είναι περισσότερο μελέτη ή βίωμα και μύηση;
Πρώτα – πρώτα χρειάζεται το ταλέντο. Αυτό είναι χάρισμα. Ή το ‘χεις ή δεν το ‘χεις. Και την βιωματική εμπειρία. Ή την έχεις ή όχι. Μπορείς όμως και λίγο να την προκαλέσεις και να την επιδιώξεις. «Να βγεις στα χωριά, να ψάξεις, να βρεις». Μετά χρειάζεται σκληρή δουλειά για να αποκτήσεις δεξιότητα και ικανότητα στο όργανο ή μουσικές γνώσεις και γενικότερη καλλιέργεια, χωρίς και πάλι, να εξασφαλίζεται το αποτέλεσμα. Εγώ πάντως, δεν ξέρω κανέναν τεμπέλη αλλά με βιώματα που να είναι αξιόλογος. Η μύηση στο όργανο γίνεται και με τον δάσκαλο. Όταν, για παράδειγμα, ο Ζώτος διδάσκει στο μαθητή του λαούτο και η απόσταση μεταξύ τους είναι μισό μέτρο δεν έχει σημασία αν βρίσκονται στο δωμάτιο που κάνουν ιδιαίτερο (την λεγόμενη «σφηκοφωλιά») ή δίπλα σε ένα ποτάμι στην εξοχή. Όταν σου δείχνει το φα ματζόρε, έχει ένα σι μπεμόλ. Αυτό ήταν και πριν διακόσια χρόνια αυτό είναι και σήμερα, αυτό είναι και στην Ολλανδία. Θέλω να πω ότι υπάρχουν στη μουσική κάποιες φυσικές σταθερές αναλλοίωτες από το χρόνο και τον κάθε τόπο. Έπειτα πολλά λέγονται σχετικά με τα συναισθήματα που εκπέμπουν τα κομμάτια και το σχετικό βίωμα. Αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω. Εάν κάποιος έφτιαξε κάποτε ένα κομμάτι για την ξενιτιά που πήγε, πρέπει να πάω κι εγώ στην ξενιτιά για να μπορέσω να το παίξω; Κάποιος έχασε την κόρη του, πρέπει να μου συμβεί κι εμένα το ίδιο για να παίξω το αντίστοιχο κομμάτι;
Θεωρώ ότι μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Ίσως κάποιος, που έχει πονέσει πολύ και είναι τόσο «τραυματισμένος» από το βίωμά του να έχει την ανάγκη κάποιος άλλος να εκφραστεί γι’ αυτόν. Ο καλλιτέχνης…
– Εσείς προσωπικά ποιόν θεωρείτε τον καλύτερο κλαρινίστα;
Δεν υπάρχει τόπος γι’ αυτή την κουβέντα. Σαν να ψάχνεις τον καλύτερο χορευτή. Ο καλλιτέχνης κρίνεται από το αποτέλεσμα της τέχνης του. Δηλαδή από το έργο τέχνης. Έχει νόημα να πού με ποιος ναός είναι ο καλύτερος; Ο Παρθενώνας, η Αγια – Σοφιά ή το Ταζ Μαχάλ; Πόσο μάλιστα όταν στην παραδοσιακή μουσική τα κομμάτια περνάνε και φεύγουν. Δεν μπορώ να φανταστώ τί έχει παίξει ο Γιαούζος ή ο Μπατζής όταν δοκίμαζε και μελετούσε έναν σκοπό. Από τη δισκογραφία μόνο κάποια ψήγματα έχουμε για να μπορέσουμε να κρίνουμε. Προσωπικά δεν ξέρω αν μου φτάνουν οι γνώσεις και η νόησή μου για να μπορέσω να κρίνω αυτές τις ιδιοφυίες. Οι παλιοί μουσικοί, στο καφενείο των μουσικών, κάνουν λόγο, πολύ συχνά, για τον «ολοκληρωμένο» καλλιτέχνη. Θα σας πω ένα συμβάν με το Βασίλη Σαλέα τον νεότερο. Έχουμε πάει πριν πολλά χρόνια, έφηβοι, με το Μάνο Αχαλινωτόπουλο στο studio όπου ηχογραφούσε, να τον ακούσουμε να παίζει και για μια ακόμη φορά να παρατηρήσουμε το κλαρίνο του, να δούμε τί διαφορετικό έχει και βγάζει αυτό τον ιδιόμορφο ήχο! Είχε προηγηθεί ένα δώρο, από το χαρτζιλίκι μας ως ένδειξη θαυμασμού κι εκτίμησης για το ταλέντο του. Ένα χρυσό μενταγιόν με τον Άγιο Βασίλειο, που έγραφε στο πίσω μέρος, «στο καλύτερο κλαρίνο του κόσμου από το Γιώργο και το Μάνο». Κάποια στιγμή ο Βασίλης, κάνοντας διάλειμμα, αφήνει το κλαρίνο και πιάνει μια κιθάρα που βρίσκει δίπλα του σε μια βάση και μας κάνει μια πρόβα σ’ ένα ισπανικό σκοπό με πολλά ακόρντα και μένουμε αποσβολωμένοι! Παίζει σαν καταπληκτικός βιρτουόζος Ισπανός κιθαρίστας. Στη συνέχεια παίζει έναν άλλο σκοπό, αράβικο και κάνει την κιθάρα να βγάζει ήχους σαν ούτι! Με όλα τα μικροδιαστήματα αυτής της μουσικής και τον «τρόπο» του ουτίστα. Δεν πιστεύαμε τί ακούγαμε! Εκεί θαυμάσαμε την ολοκλήρωση του μουσικού, πραγματικά! Όπως οι κλασσικοί μουσικοί, έχουν σαν δεύτερο όργανο το πιάνο έτσι κι εκείνος έπαιζε κιθάρα, αλλά με θαυμαστό τρόπο!
– Τι σκοπεύετε να κάνετε στο μέλλον;
Να φτιάξω την προσωπική μου ζωή, που έχω παραμελήσει. Επίσης, πρέπει να κάνω δισκογραφία, έχω πολλά στα σκαριά. Αλλάζουνε συνεχώς οι τεχνολογίες και δεν τις προλαβαίνουμε.
– Ποιο είναι το αγαπημένο σας κομμάτι;
Πολλά. Συνήθως όμως είναι αυτό που μελετάω σήμερα. Κάθε «σήμερα». Σήμερα μελετάω τη «Χριστίνα», ένα παλιό πρεβεζάνικο κομμάτι, επ’ αφορμή ενός διαγωνισμού στη Λευκάδα… Σίγουρα αγαπώ την Ήπειρο αλλά για μια περίοδο της ζωής μου, λόγω συγκυριών, έπαιζα μόνο Θρακιώτικα, ενώ αμέσως μετά, όπως σκωπτικά λέει ένας φίλος καραγκιοζοπαίκτης, δια στόματος Κολητηριού, «Σαρακωτσίνικα».
Βιογραφικό
Γιώργου Κωτσίνη
Ο Γ. Κωτσίνης μαθήτευσε, αρχικά, κοντά στον Ανδρέα Χαρμαλιά στην Αργυρούπολη και στον Φώτη Μάστορα στη Στρατίνιστα και στη
συνέχεια, σε κορυφαίους πρακτικούς λαϊκούς οργανοπαίχτες, όπως ο Βασίλης Μπατζής, ο Τάσος Χαλκιάς, ο Πέτρος Λούκας Χαλκιάς, ο
Νίκος Φιλιππίδης, ο Αριστείδης Βασιλάρης κ.α. Είναι Διπλωματούχος Βυζαντινής Μουσικής (Σπουδές στο Ωδείο Σκαλκώτα, τάξη Λυκούργου
Αγγελόπουλου, Ανατολικής Μουσικής και κανονάκι, τάξη Ανιές Αγκοπιάν) και αρμονία με τον Τόνυ Γιωργάτο στο Παναρμόνιο Ωδείο.
Παράλληλα με το λαϊκό κλαρίνο μελέτησε και άλλα πνευστά λαϊκά μουσικά όργανα: καβάλι, νέι και φλογέρα.
Επί σειρά ετών δίδαξε κλαρίνο στο Μουσικό Γυμνάσιο-Λύκειο Παλλήνης και σημαντικές είναι οι συνεργασίες του με το Πανεπιστήμιο
Μακεδονίας, Αθηνών, Δημοκρίτειο Θράκης και την Ακαδημία Sibelius της Φινλανδίας. Διδάσκει ανελλιπώς σε πολλά σεμινάρια παραδοσιακής
μουσικής και χορών καθώς και σε πολιτιστικούς συλλόγους στην Ελλάδα, Γερμανία και Γαλλία.
Έχει συμμετάσχει σε συναυλίες παραδοσιακής μουσικής και ηχογραφήσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό σε συνεργασία με τους
κυριότερους φορείς (Λ.τ.Ε Αθηνών, Δόρα Στράτου, Σύλλ. προς διάδ. της εθνικής μας μουσικής – Σ. Καρά κ.ά), ερευνητές (Λ. Λιάβα, Γ.
Παπαδάκη, Ν. Διονυσόπουλο κ.ά.) και τραγουδιστές του χώρου (Δ. Σαμίου, Χρ. Αηδονίδη, Κ. Δοϊτσίδη, Α. Κιτσάκη, Στ. Μπέλλο, Σ. Σιάτρα, Τ.
Βέρα, Β. Σερμπέζη, Στ. Μπόνια κ.α.).Έχει συνεργαστεί σε παραστάσεις και ηχογραφήσεις με επιφανείς λαϊκούς τραγουδιστές (Χ. Αλεξίου, Γ.
Νταλάρα, Μ. Φαραντούρη, Λ. Χαλκιά, Π. Γαϊτάνο κ.α.) και έχει συμπράξει ως σολίστας με μεγάλες ορχήστρες, όπως η Ορχήστρα Σύγχρονης
Μουσικής της ΕΡΤ και η Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων. Συνεργάστηκε, επίσης, με την Ελληνική Τηλεόραση ως μουσικός υπεύθυνος στον
κύκλο εκπομπών παραδοσιακής μουσικής «Εμείς οι λαλητάδες».
Διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών και είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Τομέα Παραδοσιακής Μουσικής στο Ωδείο «Φίλιππος Νάκας». Έχει
συγγράψει μέθοδο για το ελληνικό κλαρίνο και το βιβλίο Μελίσματα (εκδόσεις Μουσικός Οίκος “ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΝΑΚΑΣ”).