Από τους κορυφαίους τεχνίτες της παράδοσης, αναμφίβολα, ο πιο φημισμένος. Ένα όνομα που η φήμη του ξεπέρασε κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια της γενέτειράς του Ηπείρου αλλά και την εποχή κατά την οποία εμφανίστηκε, διαμορφώθηκε και αναγνωρίστηκε. Ανήκει σε μια γενιά μουσικών που έδρασαν μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες σχετικά με την κατάκτηση και την άσκηση της τέχνης τους.
Ως προς την κατάκτηση του τεχνικού μέρους του οργάνου, η δυσκολία έγκειται στην απουσία οργανωμένης διδασκαλίας – μεθόδου αλλά και στην προστασία του επαγγέλματος του οργανοπαίκτη από το ενδεχόμενο να «προδοθούν» τα μυστικά της τέχνης σε νέους, εν δυνάμει, ανταγωνιστές. Ως σήμερα το ρήμα «κλέβω», στη γλώσσα των οργανοπαικτών σημαίνει διδάσκομαι, δηλαδή ξεσηκώνω με το αυτί ένα σκοπό ή έναν τρόπο παιξίματος. Το όφελος που ασυνείδητα αποκόμιζε ο κάθε εμπειροτέχνης μουσικός ήταν κάτι που πολλοί μουσικοί στον κόσμο και σήμερα θα ζήλευαν. Το προσωπικό ύφος που αποκτάται από τους προσωπικούς τρόπους αντιμετώπισης των τεχνικών και εκφραστικών προβλημάτων. Και, εξαιτίας αυτής της δυσκολίας η κάθε κατάκτηση παίρνει διπλή αξία.
Οι συγκεκριμένες αυτές κατακτήσεις, αποτελούν μια βάση για την οργάνωση και τη σύνθεση συνόλων που, τόσον οι οργανοπαίκτες όσο και οι μελετητές, ονομάζουν «σχολές» παιξίματος. Αναφέρονται συνήθως σε συγκεκριμένους οργανοπαίκτες. Έτσι λέμε παίξιμο «Καρακωσταίικο», παίξιμο «αλα Γιαούζο» κ.λπ. Σίγουρα στην Ήπειρο ξεχωριστή θέση κατέχει το παίξιμο «αλά Τασοχαλκιά».
Ο Τάσος Χαλκιάς ανήκει στην μεγάλη και υπεραιωνόβια μουσική οικογένεια των Χαλκιάδων. Όλα του τα αδέλφια υπήρξαν οργανοπαίκτες, με τον Φώτη και τον Κυριάκο να αποτελούν τα μόνιμα μέλη της θρυλικής κομπανίας των Χαλκιάδων. Ήταν οι «αφοι Χαλκιόπουλοι» όπως πρωτοεμφανίστηκαν στη δισκογραφία.
Μαθήτευσε για πολύ λίγο στον κορυφαίο κλαρινίστα της εποχής, τον Κίτσο Χαρισιάδη, που έμενε στην Βελτσίστα (Κληματιά). Όλη η περιοχή από τη Βελτσίστα, την διπλανή Ζίτσα και το Γραμμένο έως το Ζελίστα (Φωτινό), το Κρετσούνιστα (Δεσποτικό) και το Εκκλησοχώρι μάζευε πολλούς οργανοπαίκτες. Αυτό συνέβαινε λόγω του ότι ήταν πάνω στο δρόμο του αλατιού, Σαγιάδα (απέναντι από την Κέρκυρα) – Γιάννινα. Το περίφημο «σαγιαδινό αλάτι» θεωρούνταν ως «ο λευκός χρυσός». Αλλά ήταν και κοντά στα πλούσια βοσκοτόπια στις εκβολές του Καλαμά όπου ξεχείμαζαν οι νομάδες της Πίνδου με τα κοπάδια τους. Στη Βελτσίστα, στη Ζίτσα, στο Εκκλησοχώρι και αλλού λοιπόν, υπήρχαν χάνια όπου έμεναν οι περαστικοί, οι έμποροι και οι ξένοι, ένα πλήθος που ανάμεσα στα άλλα, γλεντούσε, σε ένα περιβάλλον με ανταλλαγές, αλληλεπιδράσεις και ζυμώσεις. Γι αυτό κι ο Τάσος στην αρχή της δισκογραφίας του αλλά και στη συνέχεια, καταγράφει, κατά κανόνα, το ρεπερτόριο της περιοχής. Κλέφτες βελτσιστινοί, Παλιουρή (η μονή της Βελτσίστας), τα οργανικά γυρίσματα της Διρμινίτσας κ.ο.κ. Κατ’ εξαίρεση φτιάχνει και δικές τους συνθέσεις όπως το «δε μπορώ μανούλα μ’» στα πατήματα του οργανικού σκοπού Ελμπασάν, «τους Χάρους» κ.λπ. Εκείνο το σπουδαίο που έχει να μας πει δεν αφορά τον τύπο ή το γράμμα της παράδοσης, αλλά τον τρόπο που διαπερνά η παράδοση μέσα του και ταυτόχρονα εκφράζει έξοχα το κοινό πνεύμα της κοινότητας στην οποία ανήκει.
Το δισκογραφικό έργο του είναι τεράστιο και ανάλογο με τη φήμη και την αξία του. Στην «Ιτιά» με τον Παπασιδέρη διακρίνουμε την μελέτη του στο ύφος του Κώστα Καραγιάννη (γεννήθηκε στην Ελάτεια και έζησε στη Λειβαδιά). Ο Τάσος Χαλκιάς υπήρξε ανανεωτής και καινοτόμος για την εποχή του, μπολιάζοντας το χρώμα των παλαιών οργάνων των τοπικών παραδόσεων, (ζουρνάδες, φλογέρες κ.λπ.) με τις δυνατότητες του φέρνει το νεότερο κλαρίνο. Αυτό φαίνεται για παράδειγμα στο «ένας αητός καθότανε» και στο «ο ήλιος βασιλεύει» πάλι με τον Παπασιδέρη, στα «Σάλωνα», στο «χασάπικο πολίτικο» ή στο «συρτό πολίτικο» και αλλού. Βρίσκουμε αναλύσεις των φράσεων παρμένες από το γενικό τεχνικό μέρος του κλαρίνου που αποτελεί κοινό τόπο σε όλα τα βαλκάνια. Αρπέζ, κατέτζες, τέρτσες… (Να σταθούμε στις άγνωστες καταγραφές του Νοτόπουλου…)
Δίπλα στον Χαλκιά μαθήτευσαν πολλοί μουσικοί και ακόμη περισσότεροι «έκλεψαν» από την τέχνη του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τον τίτλο του καλύτερου μαθητή έχει το βαφτιστήρι του, ο Σταύρος Καψάλης, γιος του Πολυχρόνη από τη Ζίτσα.
Για εμάς τους Ηπειρώτες, ο Κίτσος Χαρισιάδης, οι μαθητές του Φίλιππας Ρούντας, Βασίλης Μπατζής και ο σύγχρονός τους Τάσος Χαλκιάς, θα λέγαμε ότι έφτασαν τη μουσική του τόπου στο απόγειο της δεξιοτεχνίας και όρισαν με την τεχνική και την τέχνη τους το μουσικό ηχόχρωμα της Ηπείρου όπως αυτό έχει φτάσει στα αυτιά μας τον 21ο αιώνα.